- απιστως
- ἀπίστωςἀ-πίστως1) с недоверием, подозрительно
(ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ Thuc.)
2) невероятно, неправдоподобно(τὰ ἀ. εἰρημένα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ Thuc.)
(τὰ ἀ. εἰρημένα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπίστως — ἄπιστος not to be trusted adverbial ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
προδοτικός — ή, ό / προδοτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προδότης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσία αρχ. φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» ύπουλες, επίβουλες συνθήκες β) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» τα αργύρια τής προδοσίας, η αμοιβή τού προδότη… … Dictionary of Greek